διαπλάτυνση

διαπλάτυνση
η
το να γίνει κάτι πλατύτερο, διεύρυνση, πλάτεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαπλάτυνσις μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαπλάτυνση — η η διεύρυνση, η αύξηση του πλάτους: Γίνεται διαπλάτυνση των κεντρικών οδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… …   Dictionary of Greek

  • Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια …   Dictionary of Greek

  • ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια …   Dictionary of Greek

  • διάνοιγμα — το 1. ρήγμα, σχισμή 2. διεύρυνση, διαπλάτυνση 3. το τμήμα (δρόμου, κοίτης ποταμού κ.λπ.) που έχει διαπλατυνθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < διανοίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό σύγγραμμα Αιγιναία] …   Dictionary of Greek

  • διάνοιξη — η [διανοίγω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού διανοίγω 2. διαπλάτυνση, διεύρυνση, πλάτεμα …   Dictionary of Greek

  • εκπλάτυνση — η διαπλάτυνση …   Dictionary of Greek

  • εύρυνση — η το να καταστεί κάτι ευρύτερο, η διαπλάτυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοκεφαλία — η, Ν ανατ. είδος παραμόρφωσης τού κρανίου η οποία συνίσταται στη διεύρυνση και στη διαπλάτυνση τού μετώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plagiocephaly < πλάγιος + κεφαλή] …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”